Με διαφορετικό τρόπο βιώνουν οι Ηπειρώτες σήμερα τη Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα, σε σχέση με μερικές δεκαετίες παλιότερα.
Στα νεότερα χρόνια τα ήθη και τα έθιμα μεταβλήθηκαν και εν πολλοίς αλλοιώθηκαν, γεγονός που οφείλεται κυρίως στον τερματισμό της κλειστής ζωής της αγροτικής κοινωνίας, που ήταν ο κατεξοχήν χώρος διατήρησης της παράδοσης.
Η αναπόληση των παλιών εθίμων, από τους ηλικιωμένους και οι νοσταλγικές αναμνήσεις, γυρίζει την καρδιά τους σε χρόνια δύσκολα, αλλά στην πραγματικότητα ευτυχισμένα.
Μέσα από τα έθιμα ανατρέχουμε στις ρίζες μας, ανακαλύπτουμε τη φυσιογνωμία μας, πιστοποιούμε την ταυτότητά μας, θωρακίζουμε το μέλλον μας, διασφαλίζουμε τη συνέχειά μας, εναρμονίζουμε το χθες με το σήμερα, οικοδομούμε ελπιδοφόρα το αύριο.
Τη Μεγάλη Εβδομάδα
Οι προετοιμασίες για τον εορτασμό του Πάσχα στην Ήπειρο, ξεκινούσαν πριν την Μεγάλη Εβδομάδα. Σχεδόν από τις Απόκριες και μετά άρχιζαν οι έγνοιες και οι δραστηριότητες της νοικοκυράς. Το σπίτι, οι αυλές και οι δρόμοι γύρω από αυτό, έπρεπε να αστράφτουν από καθαριότητα και πάστρα. Με ξυδόνερο -αυτό ήταν το απολυμαντικό- καθάριζαν τα πάντα, ειδικά τα εικονίσματα.
Μετά την καθαριότητα των χώρων, ασβεστώνονταν οι τοίχοι (εσωτερικά και εξωτερικά). Αργότερα τους έβαφαν με λαδομπογιές, που η μυρωδιά τους ήταν έντονη και απωθητική για πολλές ημέρες.
Το Σάββατο του Λαζάρου όχι μόνο μικρά παιδιά, αλλά και μεγάλοι κάποιες φορές, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα κάλαντα, κρατώντας ένα καλάθι (σπόρτα), που ήταν στολισμένο με λουλούδια και κουδούνια.
Ο σπιτονοικοκύρης τους φίλευε με αυγά, κουλουράκια, αλλά και χρήματα.
Το απόγευμα, και με εντολή δασκάλου πολλές φορές, τα παιδιά βοηθούσαν στην ετοιμασία των βαγιών. Έδεναν με σπάγκο δεντρολίβανο και δάφνη και τα ματσάκια τα διένεμε ο παπάς στους πιστούς την Κυριακή των Βαΐων, το απόγευμα της οποίας ξεκινούσε η Μεγάλη Εβδομάδα.
Στη διάρκειά της, και μέχρι το Μεγάλο Σάββατο, υπήρχε η προσμονή της επιστροφής των ξενιτεμένων, ενώ τα παιδιά ανέμεναν με λαχτάρα από τους νονούς τη λαμπάδα και τα καινούργια παπούτσια.
Αβγά και Επιτάφιος…
Τη Μεγάλη Πέμπτη, από το πρωί οι γυναίκες ζύμωναν τσουρέκια και έβαφαν τα αυγά. Το πρώτο βαμμένο αυγό που έβγαζαν από την κατσαρόλα, το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι και το φύλαγαν εκεί μέχρι το επόμενο Πάσχα.
Το αυγό αυτό ήταν κάτι σαν φυλαχτό για το σπίτι, τα χωράφια και τα ζώα. Το αυγό της προηγούμενης χρονιάς θάβονταν στα χωράφια ή στα μαντριά με την πεποίθηση ότι έτσι τα «γεννήματα» της γης ή των ζώων θα είναι πολλά.
Τη βαφή, από φυσικά υλικά, συνήθως φύλλα κρεμμυδιού και ξύδι, την κρατούσαν για 40 μέρες μετά, γιατί θεωρούσαν αμαρτία να την πετάξουν νωρίτερα. Για το στολισμό του Επιταφίου σήμερα τα λουλούδια αγοράζονται, όμως κάποτε μικροί και μεγάλοι κατέφευγαν στους κήπους και στους αγρούς και μάζευαν μαργαρίτες, παπαρούνες και τριαντάφυλλα. Στολίστρες ήταν οι γυναίκες και μερικές από αυτές το είχαν σαν τάμα. Κατά κανόνα ήταν οι ανύπαντρες, εκείνες που δεν έκαναν παιδιά και άλλες που είχαν θέματα υγείας.
Έθιμα του Πάσχα
Το βράδυ της Ανάστασης οι νοικοκυραίοι γυρνώντας από την εκκλησία και πριν μπουν στο σπίτι σταύρωναν την εξώπορτα με το Άγιο Φως και μετά άναβαν το καντήλι έτσι ώστε να μπορέσουν να κρατήσουν εκεί το Άγιο Φως όλο το χρόνο.
Πατροπαράδοτο γεύμα της Κυριακής του Πάσχα ήταν το σουβλιστό αρνί. Όμως παραδοσιακή θεωρούταν η γάστρα, στην οποία έψηναν το πασχαλινό κρέας. Συνήθιζαν επίσης να φτιάχνουν πολλών ειδών πίτες. Ακόμα ένα παραδοσιακό τοπικό φαγητό, ήταν η συκωταριά με σπανάκι στη γάστρα το οποίο έτρωγαν αντί για μαγειρίτσα.
Σε πολλά χωριά μαζεύονταν οι χωριανοί στις πλατείες ή στις αλάνες, έψηναν, έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν όλοι μαζί.
Ως προς το σούβλισμα, από νωρίς το χάραμα της Κυριακής του Πάσχα ξυπνούσε ο άντρας κι άναβε τη φωτιά. Κι αφού σχηματίζονταν κάρβουνα, τοποθετούνταν η σούβλα με το αρνί.
Το κοκορέτσι ψηνόταν πρώτο. Οι πασχαλινές εθιμικές και λατρευτικές εκδηλώσεις ολοκληρώνονταν με τον Εσπερινό της Αγάπης. Οι κάτοικοι ντυμένοι με τα καλά τους πήγαιναν πάλι στην εκκλησία.
Τα αγόρια, σύμφωνα με τις ενθυμήσεις ηλικιωμένου στη Θεσπρωτία, στέκονταν στο προαύλιό της και περίμεναν να διαβούν τα κορίτσια. Στα χωριά, που πολιούχος είναι ο Αγ. Γεώργιος συνήθισαν επίσης, να κάνουν γλέντια, τα οποία διαρκούσαν μέχρι την τρίτη ημέρα του Πάσχα.
Ιδιαίτερα έθιμα
– Σε χωριά της Πρέβεζας όπως οι Παπαδάτες, αλλά και των Τζουμέρκων, ένα λαϊκό δρώμενο ήταν ο «Καγκελάρης». Αποτελούσε ένα σύνολο από δημοτικά τραγούδια, που χορεύονταν στο μεσοχώρι (στο κέντρο του χωριού), από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Παρασκευή της Διακαινησίμου αρχικά και στη συνέχεια τις τρεις πρώτες μέρες του Πάσχα και την Παρασκευή. Προβλεπόταν ιεραρχική κλίμακα για τους χορευτές: Πρώτοι οι γέροι και ακολουθούσαν οι άνδρες, οι νέοι, οι γριές, οι παντρεμένες, οι αρραβωνιασμένες, οι ελεύθερες γυναίκες, οι νέες, το κορίτσια και τα παιδιά. Οι στίχοι των τραγουδιών τραγουδιούνταν πρώτα από τους κορυφαίους του χορού και επαναλαμβάνονταν από τους χορευτές μια ή δύο φορές, ανάλογα με τις απαιτήσεις του χορού.
– Στην Άρτα γινόταν το έθιμο της «φωτιάς», το οποίο χάνεται στα βάθη των αιώνων, σε ανάμνηση της πυράς που άναψε έξω από το κυβερνείο του Πόντιου Πιλάτου, όταν συνέλαβαν τον Ιησού, περιμένοντας την απόφαση για την τύχη του το μεσημέρι της Μεγ. Πέμπτης. Οι νέοι έφερναν ξύλα στο προαύλιο του ναού, τα έστηναν σε σχήμα κώνου και το βράδυ άναβαν φωτιά αμέσως μετά την ακολουθία της Σταύρωσης. Εξάλλου, το μεσημέρι του Μεγ. Σαββάτου έφτιαχναν με ρούχα το ομοίωμα του Ιούδα, το κρεμούσαν σε κρεμάλα και το βράδυ στην Ανάσταση το έκαιγαν.
– Στο Γηρομέρι Φιλιατών αναβιώνει έως τώρα, τη Δευτέρα του Πάσχα, ένα μοναδικό ταφικό έθιμο, που έχει ρίζες στις αρχές του 18ου αιώνα. Αμέσως μετά τη θεία λειτουργία στον κοιμητηριακό ναό της Αγίας Παρασκευής, κάτοικοι και συγγενείς νεκρών, κάνουν «τρισάγιο» με οργανοπαίχτες πάνω από τους τάφους. Οι συγγενείς του νεκρού, παραγγέλνουν το αγαπημένο τραγούδι του όσο ήταν στη ζωή, για να ακουστεί πάνω από το μνημείο του.
ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ