Ένα προσκυνητάρι, 29 ονόματα γραμμένα σε μάρμαρο και ένα επιβλητικό έργο του γλύπτη Θόδωρου Παπαγιάννη στον δρόμο για τα Τζουμέρκα στο πέταλο στο Τσίμποβο, αποτελούν το αιώνιο μνημόσυνο για τους αδικοχαμένους στο τραγικό δυστύχημα που στοίχειωσε την Ήπειρο τα Χριστούγεννα του 1958.
«Για να θυμόμαστε αυτούς που σκοτώθηκαν στις 22-12-1958. Εδώ έπεσε το λεωφορείο με 29 νεκρούς», γράφει η μαρμάρινη πλάκα.
Ήταν 22 Δεκεμβρίου, ημέρα Δευτέρα, ώρα 9 το πρωί. Το μοιραίο λεωφορείο που εκτελούσε το δύσκολο δρομολόγιο στον χωματόδρομο για τα Τζουμέρκα, παρέσυρε στο χάος της χαράδρας του Άραχθου τους επιβάτες του. Τραγικός ο απολογισμός. Χάθηκαν οι 29 από τους 34 επιβάτες. Το Πετροβούνι, οι Χουλιαράδες, το Μιχαλίτσι, η Πράμαντα και το Ματσούκι βυθίζονται στο πένθος.
«Θρήνος μεγάλος έγινε στα δόλια τα Τζουμέρκα», μοιρολογά η κ. Σταυρούλα Κωνσταντινίδη, η οποία αν και έχουν περάσει 63 χρόνια από εκείνη την Δευτέρα, δεν μπορεί να ξεχάσει, το πρωινό ραντεβού με τον θάνατο και πώς γλύτωσε την τελευταία στιγμή.
Η μαρτυρία της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ συγκλονίζει. «Ήμουν κοπέλα τότε. Δεν είχα κλείσει τα 20. Ήμουν στα Γιάννενα για τα ψώνια των Χριστουγέννων. Πήγα Κυριακή στα ΚΤΕΛ, για να πάω στο χωριό, στους Χουλιαράδες. Όμως δεν έφυγα, μέσα στο λεωφορείο ήταν μόνο άνδρες. Ήταν προσβολή τότε, μία γυναίκα μόνη της στο λεωφορείο.
Ήταν δύσκολος ο καιρός. Φεύγοντας, συνάντησα μια συγχωριανή μου, την Όλγα Μαστοράκη και μου είπε να βγάλουμε εισιτήριο για την Δευτέρα. Μας έδωσαν τις δύο πρώτες θέσεις, δίπλα στην πόρτα του λεωφορείου». Η κ. Σταυρούλα παίρνει βαθιά ανάσα και συνεχίζει, προσπαθώντας να θυμηθεί την κάθε λεπτομέρεια.
Το δρομολόγιο του τρόμου
«Τα λεωφορεία τότε είχαν 24 θέσεις. Εμείς μπήκαμε πολλοί. Άλλοι όρθιοι, άλλοι σε καρεκλάκια. Το λεωφορείο ήταν φορτωμένο και με πολλά πράγματα, παραγγελίες για Χριστούγεννα.
Στο Χαροκόπι, μπήκε μία παρέα. Είχαν πάει σε γάμο και επέστρεφαν στο Πετροβούνι. Ο οδηγός τους είπε, είμαστε πολλοί, έχω πράγματα επάνω, δεν μπορείτε να μπείτε… Όμως εκείνοι επέμειναν και μπήκαν. Λίγο πιο κάτω στο ποτάμι συναντήσαμε και ένα συγχωριανό μου.
Ο οδηγός δεν σταμάτησε. Εκείνος έκοβε δρόμο από την πλαγιά και βρισκόταν μπροστά μας. Τελικά τον ανέβασε στο λεωφορείο. Φτάσαμε τους 34 μαζί με τον οδηγό και τον εισπράκτορα. Ο δρόμος ήταν στενός, όλο στροφές, ανηφορικός. Ήταν ένας χαλικόδρομος, από την κακοκαιρία είχαν πέσει πέτρες, βράχια, είχε λάσπη. Σε μία στροφή ο οδηγός σταμάτησε, για να κάνει μανούβρα και να συνεχίσει. Ο εισπράκτορας άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε για να βάλει πέτρα στην πίσω ρόδα του λεωφορείου. Άφησε την πόρτα ανοιχτή. Εκείνη η ανοιχτή πόρτα, με έσωσε».
Η ηλικιωμένη γυναίκα διακόπτει και μας λέει, πως ακόμη και σήμερα, όταν σκέφτεται τι επακολούθησε, χάνει τον ύπνο της.
«Όταν το σκέφτομαι, ακόμη και τώρα, μπορώ να σου πω ξενυχτάω…».
Θυμάται, πως στο πέταλο που το λεωφορείο σταμάτησε για την μανούβρα, το έδαφος από τις πολλές βροχές ήταν σαθρό. «Ξαφνικά το λεωφορείο άρχισε να βουλιάζει και να φεύγει προς τα πίσω. Όπως γύριζε ανάποδα εμένα με πέταξε από την ανοιχτή πόρτα έξω. Τρομαγμένη δεν ήξερα τι συμβαίνει. Βρισκόμουν πάνω σε μία πέτρα. Εκεί έπεσα. Είδα το λεωφορείο να έχει πάρει τούμπα, οι ρόδες ήταν επάνω, ώσπου χάθηκε στο γκρεμό. Άκουσα φωνές και βογγητά. Ο εισπράκτορας σαστισμένος έτρεξε κάτω στη χαράδρα. Κοίταξα. Κανένας, πουθενά…»
Λίγο αργότερα, όπως λέει η κ. Σταυρούλα, έφτασε στο σημείο της τραγωδίας μία γυναίκα με τα πρόβατα της. Μόλις της είπε, τι είχε συμβεί, πήγε με τα πόδια στον οικισμό Κέδρος, όπου εκεί ήταν και το τέρμα της διαδρομής του λεωφορείου καθώς δρόμος στην συνέχεια δεν υπήρχε, παρά μόνο μονοπάτια μέχρι τα χωριά.
«Η γυναίκα άφησε τα πρόβατα και έτρεξε στο Κέδρο, στο μαγαζί του Μήτσο Βασίλη. Εκεί ήταν κόσμος από την περιοχή. Περίμεναν τους δικούς τους. Ήταν μπακάληδες από τα χωριά, για να παραλάβουν τα εμπορεύματα τους για τα Χριστούγεννα. Έμαθαν τα μαύρα μαντάτα και κατέβηκαν όλοι από τα χωριά. Ήρθε και ο στρατός. Εμένα με έβαλαν πάνω σε ένα άλογο και με πήραν. Έμειναν όλοι, μέσα στην χαράδρα μέχρι τη νύχτα. Το λεωφορείο είχε κοπεί στη μέση. Παντού άνθρωποι σκοτωμένοι. Μέσα στην νύχτα κάποιος είδε ένα χέρι να κουνιέται μέσα από ένα πουρνάρι στην όχθη του ποταμού. Ήταν ένας 20χρονος φαντάρος ο Γιώργος Γεροδήμος. Είχε σωθεί. »
Ο Γεώργιος Γεροδήμος λίγο αργότερα έστησε ένα σιδερένιο θυμητάρι στο σημείο της τραγωδίας. Σήμερα δεν βρίσκεται στην ζωή. Έφυγε 66 ετών από ανακοπή, όπως λέει ο γιός του Κώστας. Κατά τη συνομιλία με τον Κώστα Γεροδήμο, αποτυπώνεται ακόμη μία ιστορία επιζώντα της τραγωδίας, όπως τη μετέφερε ο πατέρας στον γιό.
«Υπήρχαν προβλήματα τότε. Ο δρόμος όλο στροφές. Λόγω των ημερών η κίνηση ήταν μεγάλη. Ήταν το δρομολόγιο τρόμου για τους οδηγούς. Ο πατέρας μου είχε ζήσει με κάταγμα στο πόδι. Έμεινε 40 μέρες στο νοσοκομείο. Ήταν φαντάρος και πήρε άδεια για να πάει στη Πράμαντα στους γονείς. Γλίτωσε από τη χαράδρα και πέθανε στα 66 του χρόνια από ανακοπή. Στο λεωφορείο καθόταν κάπου στη μέση. Στο διάδρομο υπήρχαν καρεκλάκια. Έζησε τον τρόμο όπως το λεωφορείο έφυγε στο γκρεμό. Βρέθηκε γαντζωμένος πάνω, σε ένα δένδρο. Οι φαντάροι που συμμετείχαν στη διάσωση κατέβαιναν με σχοινιά στη χαράδρα.. Αν δεν τον έβλεπαν που ήταν στο ποτάμι και κουνούσε το χέρι του θα πέθαινε».
Η τραγωδία στο Τσίμποβο, έγινε μοιρολόι και δημοτικό τραγούδι.