Παρά τη διαδεδομένη εικόνα της ως ένας τουριστικός παράδεισος της Μεσογείου, η Ελλάδα κατατάσσεται σταθερά μεταξύ των χωρών του ΝΑΤΟ με τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).
Το 2024, η χώρα αναμένεται να δαπανήσει περίπου 3,1% του ΑΕΠ της για την άμυνα — ποσοστό που την τοποθετεί στην κορυφή της σχετικής λίστας, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Πολωνία, τη Λετονία και την Εσθονία.Αυτή η επένδυση, ωστόσο, δεν συνοδεύεται από την ανάδειξη της Ελλάδας σε στρατιωτική υπερδύναμη — γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη βαθύτερων δομικών και γεωπολιτικών παραγόντων που επηρεάζουν τη συνολική αποτελεσματικότητα της ελληνικής αμυντικής στρατηγικής.
Το βασικό υπόβαθρο πίσω από τις υψηλές αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας εντοπίζεται στην χρόνια ένταση με την Τουρκία, η οποία, παρά τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ, παραμένει μια στρατηγικά ανταγωνιστική δύναμη για την Αθήνα. Οι ιστορικές διαφορές — από πολέμους και εδαφικές διεκδικήσεις μέχρι τον εκτοπισμό πληθυσμών και τις διαμάχες στην Κύπρο — έχουν δημιουργήσει ένα διαρκές κλίμα δυσπιστίας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το καθεστώς του Αιγαίου.
Ο μεγάλος αριθμός ελληνικών νησιών, πολλά από τα οποία βρίσκονται σε πολύ κοντινή απόσταση από τις τουρκικές ακτές, δημιουργεί μια πολυδιάστατη πρόκληση ασφάλειας. Η ανάγκη για μόνιμη στρατιωτική παρουσία στα νησιά συνεπάγεται σημαντικά λειτουργικά κόστη, τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε υποδομές.
Σύμφωνα με ειδικούς, όπως ο Jacob Kirkegaard και ο Γιώργος Τζογόπουλος, η ελληνική στρατηγική ασφάλειας βασίζεται στην αποτροπή και όχι στην επιθετικότητα, κάτι που δικαιολογεί τον διαρκή εξοπλισμό και την υψηλή ετοιμότητα — ακόμη κι αν αυτό δεν μεταφράζεται σε πλήρη εκσυγχρονισμό ή βελτιστοποίηση.
CNBC: «H Ελλάδα στις χώρες του ΝΑΤΟ με τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες που δεν είναι όμως στρατιωτική υπερδύναμη.»
Παρά τις σημαντικές επενδύσεις σε σύγχρονα οπλικά συστήματα — ιδίως μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία — ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα είναι η απουσία ισχυρής και αυτάρκους αμυντικής βιομηχανίας. Μεγάλο μέρος του εξοπλισμού προέρχεται από το εξωτερικό, κυρίως από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, γεγονός που ενισχύει τις διμερείς σχέσεις αλλά ταυτόχρονα εξαρτά τη χώρα από τρίτους προμηθευτές.
Η έλλειψη δυνατότητας μαζικής και προηγμένης εγχώριας παραγωγής περιορίζει την ευελιξία της Ελλάδας σε περιόδους κρίσης και αναδεικνύει την ανάγκη για στρατηγική ανάπτυξη μιας σύγχρονης και ανταγωνιστικής αμυντικής βιομηχανικής βάσης.
Παρά τις σημαντικές επενδύσεις, η ελληνική στρατιωτική ισχύς δεν είναι χωρίς αδυναμίες. Ορισμένα τμήματα του στρατιωτικού εξοπλισμού είναι παρωχημένα, ενώ η διασπορά των δυνάμεων στα πολυάριθμα νησιά δημιουργεί προβλήματα εφοδιαστικής και συνοχής. Επιπλέον, η εκπαίδευση του προσωπικού σε σύγχρονες τακτικές μεγάλης κλίμακας δεν είναι πάντοτε επαρκής.
Επομένως, το επιχείρημα ότι “υψηλές δαπάνες ισοδυναμούν με ισχυρή άμυνα” δεν επιβεβαιώνεται στην περίπτωση της Ελλάδας, καθώς το στρατηγικό περιβάλλον, οι πολιτικές αποφάσεις και οι λειτουργικές ιδιαιτερότητες παίζουν καθοριστικό ρόλο.
CNBC: «H Ελλάδα στις χώρες του ΝΑΤΟ με τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες που δεν είναι όμως στρατιωτική υπερδύναμη.»
Παρά τα παραπάνω, η σταθερή επένδυση της Ελλάδας στον τομέα της άμυνας την καθιστά σημαντικό εταίρο στο ΝΑΤΟ. Οι υψηλές δαπάνες της ενισχύουν τη θέση της στους διατλαντικούς διαλόγους, ενώ η γεωγραφική της θέση την καθιστά στρατηγικό παράγοντα στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο.
Η συνεργασία της με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, ιδίως σε επίπεδο εξοπλιστικών προγραμμάτων και στρατηγικής συμμαχίας, αναβαθμίζει το γεωπολιτικό της προφίλ και ενισχύει τις εγγυήσεις ασφάλειας σε ένα ρευστό και συχνά απρόβλεπτο διεθνές περιβάλλον.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα πολύπλοκο σταυροδρόμι στρατηγικής επιλογής και αναγκαστικής αμυντικής εγρήγορσης. Αν και οι δαπάνες της είναι υψηλές, η στρατιωτική της ισχύς παραμένει αναντίστοιχη, λόγω ελλείψεων σε υποδομές, εκπαίδευση και βιομηχανική αυτάρκεια.
Η πρόκληση για τα επόμενα χρόνια είναι να μετατραπούν οι δαπάνες σε αποδοτική ισχύ, μέσω στρατηγικού σχεδιασμού, αναδιάρθρωσης και ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγικής βάσης, ώστε η Ελλάδα να διατηρήσει και να ενισχύσει τον ρόλο της ως πυλώνας σταθερότητας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.