Ενάμιση χρόνο μετρά η γκρίνια των κτηνοτρόφων για τις αυξήσεις στο κόστος παραγωγής, καθώς η ανοδική κούρσα στις τιμές ζωοτροφών και λιπασμάτων ξεκίνησε από τον Ιανουάριο του 2021, δηλαδή προηγήθηκε των αυξήσεων σε πρώτες ύλες και ενέργεια.
Από το φθινόπωρο όμως η γκρίνια αυτή εντάθηκε καθώς προστέθηκαν οι αυξήσεις σε ηλεκτρική ενέργεια, πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης, βγάζοντας το κόστος παραγωγής εκτός ελέγχου και αναγκάζοντας τους κτηνοτροφικούς συλλόγους και τις ενώσεις όλης της χώρας να προειδοποιούν ότι η ελληνική κτηνοτροφία δεν αντέχει τόσο μεγάλες αυξήσεις κόστους.
Αυτό θα έπρεπε να νοιάζει την κυβέρνηση, δεδομένου ότι η χώρα είναι ελλειμματική, με παραγωγή που καλύπτει μόνο το 50% των αναγκών μας σε γάλα και λίγο κάτω από το 30% σε κρέας. Πολλές φορές δε έχει τεθεί ως στόχος η αύξηση της εγχώριας παραγωγής, όχι μόνο από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και από παλαιότερες κυβερνήσεις της Δεξιάς.
Το βασικό αίτημα του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας, οργάνωσης-ομπρέλα που εκπροσωπεί όλους τους κτηνοτροφικούς κλάδους, πλην των πτηνοτρόφων, ήταν να δοθούν απευθείας ενισχύσεις ανά κεφάλι, ανάλογα με τα ζώα της κάθε μονάδας, για να βγει μέρος των ζημιών.
Η πρόταση, διατυπωμένη ήδη από τον Νοέμβριο, είχε φτιαχτεί στα πρότυπα ενός προγράμματος που έδωσε η Ισπανία για τη διάσωση της δικής της κτηνοτροφίας. Η Διεπαγγελματική Ενωση Ελληνικής Πτηνοτροφίας με επικεφαλής τον Θάνο Αγγελάκη, ιδιοκτήτη της ομώνυμης καθετοποιημένης πτηνοτροφικής μονάδας, είχε καταθέσει ακόμη νωρίτερα (από τον Σεπτέμβριο) δική της πρόταση για μέτρα στήριξης της ελληνικής πτηνοτροφίας – τον μόνο κλάδο στον οποίο η Ελλάδα έχει διατροφική επάρκεια.
Κι όμως, όχι. Με τις τιμές των ζωοτροφών αυξημένες κατά 50% και τα κόστη ενέργειας αυξανόμενα, η κυβέρνηση νόμιζε ότι κάτι θα κάνει μειώνοντας τον ΦΠΑ στις ζωοτροφές από το 13% στο 6%. Από εκεί και πέρα άφησε την επίλυση του προβλήματος στην… αγορά, με το γνωστό αλλά μη ομολογημένο σκεπτικό ότι οι κτηνοτρόφοι μπορούν να μετακυλίσουν την αύξηση του κόστους παραγωγής στις τιμές κι όσοι επιβιώσουν, επιβίωσαν.
Ετσι, αρχές Φεβρουαρίου οι κτηνοτρόφοι μαζί με τους αγρότες άρχισαν πανελλαδικές κινητοποιήσεις για τρεις εβδομάδες διεκδικώντας μείωση του κόστους ρεύματος με κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής, κατάργηση του ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο για όλους (είχε δοθεί επιστροφή για μερικούς) και ενισχύσεις για τα λιπάσματα, τις ζωοτροφές και τα αγροεφόδια.
Εκείνες τις εβδομάδες που τα φώτα των media έπεσαν στα μπλόκα οι κτηνοτρόφοι βάλθηκαν να εξηγήσουν σε όλο το πανελλήνιο (όπως έκαναν και στα κυβερνητικά στελέχη αλλά δεν τους έδιναν σημασία) ότι η εκρηκτική αύξηση του κόστους παραγωγής στην κτηνοτροφία οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια όχι μόνο σε οικονομική καταστροφή για κάποιες χιλιάδες παραγωγούς, αλλά και σε περαιτέρω συρρίκνωση της ελληνικής παραγωγής γάλακτος και κρέατος, διότι απλώς με τέτοια κόστη οι κτηνοτρόφοι αδυνατούσαν να βγάλουν όσα χρειάζονταν για να ταΐσουν επαρκώς τα ζώα τους. Ετσι υποχρεώνονταν να σφαγιάσουν είτε μέρος των κοπαδιών είτε το σύνολο, επομένως στην πραγματικότητα το σύνολο της ελληνικής κτηνοτροφίας γινόταν μη βιώσιμο.
Εκτός πραγματικότητας
Το σενάριο της μετακύλισης των αυξήσεων στον καταναλωτή –που πίστευε η κυβέρνηση– ήταν εκτός πραγματικότητας, επειδή πολύ απλά ο κτηνοτρόφος δεν πουλάει στον καταναλωτή αλλά στη βιομηχανία: επομένως ακόμη και με αύξηση κόστους 100% ή και περισσότερο, δεν μπορεί να πάρει από τη βιομηχανία αύξηση πάνω από 10-20%.
Η ικανοποίηση του αιτήματος των κτηνοτρόφων για πρόγραμμα ενισχύσεων της ζωικής παραγωγής με το κεφάλι είχε κόστος λίγο κάτω από 200 εκατ. ευρώ. Ομως στα κυβερνητικά στελέχη που τον Μάρτιο είχαν προτεραιότητά τους την κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ –για να ωφεληθούν οι μεγάλες περιουσίες– προφανώς φάνηκαν πολλά τα 200 εκατ. ευρώ!
Ετσι έφεραν στη Βουλή ένα πακέτο για τη «στήριξη του πρωτογενούς τομέα απέναντι στην ακρίβεια» ύψους 200 εκατ. ευρώ, το οποίο περιλάμβανε κάποια ανακουφιστικά μέτρα: συγκεκριμένα την επιστροφή του 80% της ρήτρας αναπροσαρμογής για το αγροτικό ρεύμα για ένα εξάμηνο και χαμηλό ΦΠΑ 6% σε λιπάσματα και ζωοτροφές, αλλά σε ό,τι αφορούσε ειδικά τους κτηνοτρόφους μόνο μια ελάχιστη στήριξη 2% του τζίρου τους για κάλυψη κόστους ζωοτροφών.
Το χειρότερο ήταν ότι ενώ το συγκεκριμένο μέτρο αποτέλεσε κομμάτι της κυβερνητικής επικοινωνίας και προβλήθηκε στα media, τα χρήματα της ενίσχυσης καθυστέρησαν και έως τις αρχές Ιουνίου δεν είχαν φτάσει σε 15.000 κτηνοτρόφους.
Ζήτησαν ελέγχους
Τον Μάρτιο ο κλάδος ήρθε αντιμέτωπος με ένα νέο γύρο ακραίων κερδοσκοπικών τάσεων στις αγορές δημητριακών και λιπασμάτων –καθώς σταμάτησαν οι εξαγωγές της Ρωσίας και της Ουκρανίας– που οδήγησαν ακόμη υψηλότερα τις τιμές ζωοτροφών και λιπασμάτων.
Οι κτηνοτρόφοι προσπάθησαν για άλλη μια φορά να αντιδράσουν και, σε συνεργασία με τους φορείς της γαλακτοβιομηχανίας, να εμπλέξουν το καθ’ όλα θεσμικό Ινστιτούτο Ελληνικού Γάλακτος (ΙΕΓ) ώστε να αρχίσουν έλεγχοι στην αγορά. Πράγματι, αρχές Απριλίου το ΙΕΓ παρενέβη και ζήτησε επειγόντως ελέγχους από το υπουργείο Ανάπτυξης για να περιοριστεί η κερδοσκοπία στις ζωοτροφές με την εξής εύγλωττη ανακοίνωση:
«Πλέον απειλείται η βιωσιμότητα της κτηνοτροφίας στη χώρα μας. Οι τιμές του καλαμποκιού και της σόγιας αυξήθηκαν κατά 100% και 70% αντίστοιχα, σε σχέση με τις τιμές που είχαν ένα χρόνο πριν. Αυτή η αύξηση των τιμών δεν δικαιολογείται από τις αυξήσεις της ενέργειας ή των λιπασμάτων που απαιτούνται για την καλλιέργειά τους. Πιο συγκεκριμένα, από την ανάλυση που έκανε το ΙΕΓ στον νομό Σερρών προκύπτει ότι:
Το καλαμπόκι και η σόγια που διατίθενται σήμερα είναι σοδειά του 2021 και φέρει τα κόστη του 2021, προ των αυξήσεων σε ενέργεια και λιπάσματα. Επομένως, κάθε αύξηση είναι κερδοσκοπική. Οι αυξήσεις στο κόστος παραγωγής του καλαμποκιού της σοδειάς 2022 εκτιμώνται στο 34% σε σύγκριση με τα κόστη του 2021. Δεν δικαιολογείται λοιπόν μια αύξηση τιμής της τάξης του 100%.
Τεράστια επίπτωση
Το γεγονός ότι οι ζωοτροφές αποτελούν το 70-80% των δαπανών μιας αγελαδοτροφικής μονάδας καταδεικνύει την τεράστια επίπτωση που έχουν στο τελικό κόστος παραγωγής του γάλακτος. Τέλος, σύμφωνα με καταγγελίες κτηνοτρόφων στο ΙΕΓ, πέρα από την κερδοσκοπία στις ζωοτροφές, παρατηρούνται φαινόμενα τεχνητών ελλείψεων στην αγορά του καλαμποκιού».
Και πάλι όμως δεν έγινε τίποτε. Παρ’ όλες τις καταδρομικές ενέργειες του υπουργού Ανάπτυξης στα διυλιστήρια (για το θεαθήναι), στην αγορά ζωοτροφών δεν έγινε κανένας έλεγχος ούτε σε ό,τι αφορά την επάρκεια ούτε στις τιμές.
Και κάπως έτσι φτάσαμε στη θυσία του ελληνικού ζωικού κεφαλαίου με τους σφαγιασμούς κοπαδιών που ξεκίνησαν από τον Δεκέμβριο και είναι σε πλήρη εξέλιξη αλλά βγαίνουν προς τα έξω τις τελευταίες εβδομάδες καθώς ανοίγει ευρέως η συζήτηση στην αγορά για τις ελλείψεις σε γαλακτοκομικά και γάλα.
Οι πρώτες ενδείξεις για ελλείψεις σε γαλακτοκομικά καταγράφηκαν τις μέρες του Πάσχα, όταν στα ράφια των σουπερμάρκετ εξαφανίστηκε ως διά μαγείας η γραβιέρα της Νάξου. Ο πρόεδρος της ΕΑΣ Νάξου Δημήτρης Καπούνης, που ανέλαβε να δώσει εξηγήσεις για την έλλειψη, μετά το αναμενόμενο «μα τόσο καιρό δεν τα λέμε…» διευκρίνισε ότι οι 658 κτηνοτρόφοι της Νάξου, έχοντας τεράστιο θέμα με τα κόστη παραγωγής, μες στο τελευταίο πεντάμηνο προχώρησαν στη σφαγή 300 αγελάδων και 30.000-40.000 αιγοπροβάτων, ενώ και τα υπόλοιπα ζώα τους αποδίδουν μειωμένη παραγωγή γάλακτος γιατί δεν τους φτάνουν τα χρήματα να τα σιτίσουν σωστά.
Προς τα τέλη Μαΐου το πρόβλημα των ελλείψεων στο ελληνικό γάλα άρχισε για πρώτη φορά να τίθεται δημοσίως από τους φορείς της γαλακτοβιομηχανίας.
Πρώτος μίλησε γι’ αυτό ο Παναγιώτης Τσινάβος, επικεφαλής της Κρι Κρι, όταν στην προσπάθειά του να εξηγήσει στους δημοσιογράφους το φαινόμενο της καθίζησης μέχρι εξαφανίσεως των κερδών τής καθ’ όλα υγιούς γαλακτοβιομηχανίας των Σερρών στο πλαίσιο αύξησης του τζίρου και των εξαγωγών, μίλησε για κερδοσκοπικά παιχνίδια, για αδικαιολόγητες αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών και για τεχνητές ελλείψεις στην αγορά. Ο κ. Τσινάβος όμως κάρφωσε, έστω και με αστική ευγένεια, την κυβέρνηση δηλώνοντας: «Δεν έγινε καμία παρέμβαση από την πλευρά των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους ούτε έλεγχοι στα αποθέματα και στις τιμές».
Έλλειψη φρέσκου γάλακτος
Λίγες μέρες αργότερα τη σκυτάλη πήρε ο διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΛΤΑ Χρήστος Τσόλκας. Μιλώντας στη συνέλευση του Συνδέσμου Βιομηχανίας Ελληνικών Τροφίμων ανακοίνωσε με δυο λόγια ενώπιον του αρμόδιου υπουργού Γιώργου Γεωργαντά ότι υπάρχει έλλειψη σε φρέσκο γάλα που την αντιμετωπίζουν η ΔΕΛΤΑ και αρκετές τυροκομικές επιχειρήσεις, καθώς λόγω αυξημένου κόστους παραγωγής πολλοί κτηνοτρόφοι μειώνουν τα κοπάδια τους.
Πού έχει φτάσει η μείωση του ελληνικού ζωικού κεφαλαίου και της γαλακτοκομικής παραγωγής; Για το ζωικό κεφάλαιο, με εξαίρεση τις αναφορές από τον ΕΑΣ Νάξου, δεν έχουμε συνολικά στοιχεία, όμως κατά τον πρόεδρο του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας Παναγιώτη Πεβερέτο σφάζονται περίπου 600 αγελάδες την εβδομάδα. Στο γάλα, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του ΕΛΓΟ, στο πρώτο τρίμηνο 2022 η μείωση της παραγωγής έφτασε στο 5%, πέφτοντας από τους 700.000 στους 670.000 τόνους.
Η πτωτική τάση αναμένεται να συνεχιστεί και να ενταθεί κατά το δεύτερο τρίμηνο –κατά το οποίο έγιναν μεγάλες σφαγές κοπαδιών– και ακόμη περισσότερο κατά το τρίτο τρίμηνο, επειδή τα ζώα πλέον ταΐζονται λιγότερο λόγω ακριβής τροφής και επειδή το καλοκαίρι αποδίδουν έτσι κι αλλιώς λιγότερο γάλα. Ολα αυτά σημαίνουν επίσης ότι οι ελλείψεις στο γάλα θα μεγαλώσουν και οι τιμές του που έχουν αυξηθεί ήδη κατά 10% θα αυξηθούν κι άλλο.
Τίτλοι τέλους και για τη ΘΕΣγάλα;
Αυτές τις εβδομάδες, κατά τις οποίες οι Ελληνες κτηνοτρόφοι σφάζουν κοπάδια μην αντέχοντας τα υψηλά κόστη παραγωγής, ενδέχεται να πέσουν τίτλοι τέλους και για τη ΘΕΣγάλα, το πρωτοποριακό συνεταιριστικό εγχείρημα στο ελληνικό γάλα που για κάποια χρόνια κέρδισε τις καρδιές μιας μερίδας Ελλήνων επειδή συμβόλισε τη νικηφόρα μάχη των συνεταιριστών-παραγωγών απέναντι στους μεσάζοντες φέρνοντας το γάλα τους απευθείας στους καταναλωτές, με κέρδος και για τις δύο πλευρές.
Να υπενθυμίσουμε σε όσους δεν ψώνισαν ποτέ από ΑΤΜ γάλακτος της επιχείρησης ότι η ΘΕΣγάλα ξεκίνησε το 2013 από ένα συνεταιρισμό κτηνοτρόφων της Θεσσαλίας με έδρα τη Λάρισα και πραγματοποίησε ένα αξιόλογο πείραμα, δημιουργώντας από το 2015 δίκτυο πωλήσεων στη μισή Ελλάδα μέσω της εγκατάστασης αυτόματων μηχανημάτων πώλησης γάλακτος. Το σχέδιο αρχικά πήγε καλά, τα πράγματα όμως δυσκόλεψαν σταδιακά όταν οι διαχειριστές της ΘΕΣγάλα, ενθαρρυμένοι από την αρχική επιτυχία τους, αποφάσισαν να μεγαλώσουν κι άλλο την επιχείρηση δημιουργώντας δίκτυο συνεταιριστικών γωνιών ελληνικών προϊόντων και δική τους παραγωγική μονάδα με τραπεζικό δανεισμό.
Κατόπιν αυτού η ΘΕΣγάλα άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και το 2019 υπέβαλε σχέδιο εξυγίανσης. Ακολούθησαν η πανδημία που έφερε πτώση της κατανάλωσης και αμέσως μετά η έκρηξη του παραγωγικού κόστους στην κτηνοτροφία. Τους τελευταίους μήνες η ΘΕΣγάλα έφτασε να κλείσει και τα τελευταία της ΑΤΜ προκειμένου να μειώσει το κόστος της.
Επί του παρόντος το γάλα της ΘΕΣγάλα υπάρχει ακόμη στα σουπερμάρκετ, αλλά αν η επιχείρηση χρεοκοπήσει, ενδέχεται να βγει κι από αυτά. Η επιχείρηση κινδυνεύει άμεσα με χρεοκοπία, εκτός κι αν το δικαστήριο κάνει αποδεκτό ένα δεύτερο σχέδιο εξυγίανσης που υποβλήθηκε φέτος από τη θεσσαλική εταιρεία και προβλέπει την είσοδο της τυροκομικής Ομηρος στη ΘΕΣγάλα ως στρατηγικού επενδυτή, η οποία είχε κατηγορηθεί για νοθεία (με αγελαδινό γάλα) στη φέτα που εξήγαγε στη Γερμανία. Ιδωμεν.
documentonews.gr