Η Ελλάδα αναμένεται να βιώσει ρεκόρ καυσώνων μέχρι το 2100, με τη χώρα να κατατάσσεται στην 7η θέση στην Ευρώπη ως προς την ευπάθεια σε ακραία θερμικά φαινόμενα. Σύμφωνα με νέα έρευνα, προβλέπεται κατά μέσο όρο δύο καύσωνες ετησίως, διάρκειας περίπου 20 ημερών, με μέσες θερμοκρασίες που θα αγγίζουν τους 36,9°C.
Η μελέτη της Reinders Corporation, που ανέλυσε δεδομένα κλιματικής μοντελοποίησης για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, δείχνει ότι η κλιματική αλλαγή θα εντείνει δραματικά τη συχνότητα και τη διάρκεια των καυσώνων. Οι δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν περιλαμβάνουν την ετήσια συχνότητα, τη σωρευτική διάρκεια και τη μέση θερμοκρασία των καυσώνων, ώστε να καταταχθούν οι χώρες με τη μεγαλύτερη ευπάθεια.
Για την Ελλάδα, τα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά:
Δύο καύσωνες ετησίως κατά μέσο όρο. Διάρκεια περίπου 20 ημερών ανά καύσωνα.
Μέση θερμοκρασία 36,92°C, με πιθανότητα ακόμη υψηλότερων τιμών σε ορισμένες περιοχές. Η χώρα μας βρίσκεται στην 7η θέση στην ευρωπαϊκή κατάταξη ευπάθειας, γεγονός που δείχνει ότι η Μεσόγειος θα συνεχίσει να αποτελεί «θερμή ζώνη» της κλιματικής κρίσης. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι οι επιπτώσεις θα είναι πολυδιάστατες: από την υγεία των πολιτών και την αγροτική παραγωγή, μέχρι τον τουρισμό και τις υποδομές.
Η αύξηση της θερμοκρασίας και η συχνότητα των καυσώνων θα επηρεάσουν:
Την υγεία, με περισσότερα περιστατικά θερμοπληξίας και καρδιοαναπνευστικών προβλημάτων. Την οικονομία, καθώς θα αυξηθεί το κόστος ενέργειας για ψύξη και θα μειωθεί η παραγωγικότητα. Τον πρωτογενή τομέα, με κινδύνους για καλλιέργειες και κτηνοτροφία. Τον τουρισμό, καθώς οι ακραίες θερμοκρασίες μπορεί να αποθαρρύνουν επισκέπτες σε συγκεκριμένες περιόδους. Η έρευνα καταλήγει ότι η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης, πρέπει να επενδύσει σε προσαρμογή και ανθεκτικότητα: ενίσχυση των συστημάτων υγείας, βελτίωση των υποδομών, πράσινες πολιτικές και μέτρα για την προστασία των ευάλωτων ομάδων.



