Η κατάργηση του δεύτερου γύρου στις αυτοδιοικητικές εκλογές είναι μία από τις πιο αμφιλεγόμενες και συζητημένες προτάσεις του νέου Ενιαίου Κώδικα Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Μέχρι σήμερα, το σύστημα των δύο γύρων εξασφάλιζε ότι ο νικητής ήταν υποχρεωτικά εκείνος που είχε λάβει την απόλυτη πλειοψηφία, προσδίδοντας μια αίσθηση μεγαλύτερης νομιμοποίησης στους εκλεγμένους δημάρχους και περιφερειάρχες.
Ωστόσο, οι επικριτές της αλλαγής υποστηρίζουν ότι η κατάργηση του δεύτερου γύρου μπορεί να δημιουργήσει το ενδεχόμενο να εκλέγονται υποψήφιοι με χαμηλή απήχηση στους ψηφοφόρους, ενισχύοντας το φαινόμενο των «μικρών» ποσοστών νίκης. Με το νέο εκλογικό σύστημα, θα επιτρέπεται στους ψηφοφόρους να εκφράσουν και δεύτερη προτίμηση, αλλά αν κανένας συνδυασμός δεν φτάσει το 50% + 1 στην πρώτη φάση, η απόφαση θα λαμβάνεται με τη σύγκριση των πρώτων δύο συνδυασμών στην επόμενη φάση καταμέτρησης των ψήφων.
Αυτό το σύστημα αναμένεται να μειώσει τη συμμετοχή των πολιτών στον δεύτερο γύρο και να εξαλείψει το υψηλό κόστος των εκλογών. Όμως, η αλλαγή αυτή ενδέχεται να επηρεάσει την ποιότητα της εκπροσώπησης, καθώς ενδέχεται να αναδειχθούν υποψήφιοι που δεν αντανακλούν πλήρως τις προτιμήσεις της πλειοψηφίας.
Αντί να επιδιώκεται η εξασφάλιση της πλειοψηφίας με ένα δεύτερο γύρο, το νέο σύστημα στοχεύει στην ενίσχυση της ευχέρειας και της ευκολίας για τους πολίτες, παράλληλα με τη μείωση των περιττών εξόδων των εκλογών. Ωστόσο, η επιτυχία αυτής της αλλαγής εξαρτάται από την αποδοχή και την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων στην ακεραιότητα του εκλογικού συστήματος.