Εκατομμύρια τραπεζικοί λογαριασμοί φυσικών και νομικών προσώπων θα βρεθούν προσεχώς στο στόχαστρο των φορολογικών Αρχών, με τη χρήση του νέου συστήματος της ΑΑΔΕ, το οποίο θα σκανάρει όλες τις κινήσεις τους. Πρόκειται για το Σύστημα Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας (Bank Account Nexus Crosscheck APPplication ή BANCAPP) το οποίο αυτοματοποίησε τη διαδικασία παροχής στοιχείων και πληροφοριών που αφορούν ελεγχόμενα φυσικά και νομικά πρόσωπα.
Ηδη έχουν ξεκινήσει οι δοκιμές μεταξύ ΑΑΔΕ, Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών και πιστωτικών ιδρυμάτων και το προσεχές διάστημα θα τεθεί σε παραγωγική λειτουργία. Οι μεγάλες συστημικές τράπεζες δηλώνουν έτοιμες για την ενεργοποίηση του νέου συστήματος, ενώ οι μικρότερες τράπεζες αναμένεται να ζητήσουν παράταση.
Μέσω του BANCAPP συλλέγονται και αξιοποιούνται τα δεδομένα του αρχείου χρηματοπιστωτικών προϊόντων και αναλυτικών χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, των κινήσεων τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών πληρωμών και λοιπών χρηματοοικονομικών προϊόντων και αναλυτικών χρηματοπιστωτικών συναλλαγών των ΑΦΜ για τα οποία έχει εκδοθεί εντολή ελέγχου. Ο έλεγχος αφορά τόσο καταθέσεις, ρέπος, ασφαλιστικά προϊόντα, παράγωγα, μετοχές όσο και δάνεια και θυρίδες.
Όπως αναφέρουν από τη φορολογική διοίκηση, με την έκδοση εντολής ελέγχου εισοδήματος, αυτόματα, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, θα αποστέλλεται αίτημα στο BANCAPP. Σε διάστημα δύο ημερών η ΑΑΔΕ θα έχει τις σχετικές απαντήσεις για τους τραπεζικούς λογαριασμούς και περιουσιακά στοιχεία της τελευταίας πενταετίας.
Τα στοιχεία αυτά θα διασταυρώνονται με τις φορολογικές δηλώσεις προκειμένου να διαπιστωθεί αν το ύψος της κινητής περιουσίας και οι δαπάνες διαβίωσης δικαιολογούνται από τα εισοδήματα που εμφανίζουν στην εφορία. Σε περίπτωση που δεν καλύπτονται θα θεωρείται αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας και το υπερβάλλον ποσό θα φορολογείται με συντελεστή 33%.
Η διαδικασία
– Με την έκδοση εντολής ελέγχου το αίτημα προωθείται αυτόματα από την ΑΑΔΕ μέσω του κόμβου ηλεκτρονικής διασύνδεσης και επικοινωνίας στα πιστωτικά ιδρύματα και σε όλα τα υπόχρεα πρόσωπα.
– Υποχρεούνται σε απάντηση και αποστολή των αρχείων εντός δύο εργάσιμων ημερών, με εξαίρεση στις περιπτώσεις που το αίτημα καταλαμβάνει ελεγχόμενο διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών, οπότε και η αποστολή των αρχείων θα γίνεται εντός πέντε εργάσιμων ημερών.
– Η επικοινωνία των αιτημάτων μεταξύ της ΑΑΔΕ και των υπόχρεων προσώπων θα πραγματοποιείται μέσω των υποδομών της «Τειρεσίας». Η πληροφορία που ανταλλάσσεται μέσω των καναλιών διαβίβασης της «Τειρεσίας» αφορά τα στοιχεία των ελεγχομένων.
– Για την εξασφάλιση της εμπιστευτικότητας της διαδικασίας, όλα τα φορολογικά ή και χρηματοοικονομικά δεδομένα που ανταλλάσσονται κρυπτογραφούνται.
Για την άρση απορρήτου, μέσω του συστήματος, προϋπόθεση είναι η γνώση και συμπλήρωση του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) του φυσικού ή νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας για το οποίο πραγματοποιείται η άρση του τραπεζικού απορρήτου, ενώ για την υποβολή αιτήματος άρσης πρέπει να έχουν προηγηθεί όλες οι απαραίτητες διαδικασίες έγκρισης της άρσης του τραπεζικού απορρήτου που προβλέπονται για τις ελεγκτικές υπηρεσίες.
Στο νέο σύστημα θα διαβιβάζουν δεδομένα τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων, τα ιδρύματα πληρωμών, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος τα οποία δραστηριοποιούνται στην ελληνική επικράτεια, με ή χωρίς φυσική εγκατάσταση και τηρούνται στο μητρώο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Τα στοιχεία που θα αποστέλλουν τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αφορούν:
1. Καταθέσεις πρώτης ζήτησης και προθεσμιακές.
2. Χορηγήσεις.
3. Επενδυτικούς λογαριασμούς με παντός είδους χαρτοφυλάκια επενδυτικών προϊόντων και αξιογράφων, όπως αμοιβαία κεφάλαια, ομόλογα, μετοχές, τραπεζοασφάλιστρα, παράγωγα, repos κ.λπ.
4. Πιστωτικές κάρτες.
5. Τραπεζικές θυρίδες.
6. Λογαριασμούς πληρωμών.
7. Προπληρωμένες κάρτες.
8. Ηλεκτρονικά πορτοφόλια.
Σημειώνεται πως στην περίπτωση που κάποια τραπεζικά ιδρύματα δεν έχουν ολοκληρώσει τη διαδικασία ένταξης, έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτημα παράτασης της προθεσμίας ένταξης στην παραγωγική λειτουργία του συστήματος, το αργότερο εντός του πρώτου εξαμήνου 2024, αναφέροντας αναλυτικά τους λόγους αδυναμίας διαλειτουργικότητας των πληροφοριακών τους συστημάτων.
kathimerini.gr