Σπίτια με πόρτες και παντζούρια κλειστά, σχολεία κλειδωμένα από χρόνια, εκκλησιές βουβές, πλατείες και σοκάκια έρημα… Αυτή την εικόνα της εγκατάλειψης συναντά κανείς σήμερα, εν μέσω χειμώνα, στα περισσότερα ορεινά χωριά της Ηπείρου.
Πρόκειται για όλους εκείνους τους οικισμούς στους οποίους δεν έφτασε ποτέ η τουριστική ανάπτυξη, για χωριά που δεν διαθέτουν ξενώνες και καταλύματα, δεν έχουν χιονοδρομικά κέντρα κοντά, δεν υπάρχουν υποδομές για εναλλακτικές δραστηριότητες που να ελκύουν επισκέπτες έστω για τα γιορτινά τριήμερα και να κρατούν τους νέους τους. Είναι δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία των ορεινών οικισμών του τόπου μας.
Είναι άραγε αντιστρέψιμη η αρνητική αυτή εικόνα; Δύσκολο να πει κανείς. Εκείνο ωστόσο που μπορεί να γίνει σε αυτή τη φάση είναι να ληφθούν μέτρα ενίσχυσης για τους εναπομείναντες κατοίκους προκειμένου να μην τα εγκαταλείψουν κι αυτοί, όπως τονίζει στον «Π.Λ.» ο οικονομολόγος Άγγελος Κολέμπας, ο οποίος δίνει μάλιστα ιδιαίτερη έμφαση στα καφενεία των χωριών που αποτελούν, όπως λέει, τον τελευταίο «πυρήνα» ζωής τους.
Πλήρης εγκατάλειψη
Η ερημοποίηση των χωριών μας και της υπαίθρου γενικότερα συνεχίζεται αμείωτη! Και πώς να μη συμβαίνει αυτό όταν δεν λαμβάνεται καμία πρόνοια, κανένα μέτρο και κίνητρο για επιστροφή των νέων ανέργων στον τόπο τους, στη μάνα γη, στον πρωτογενή τομέα παραγωγής, για τον οποίο όλοι μιλάνε και ευαγγελίζονται.
Όπως έχει επανειλημμένα επισημάνει ο Άγγγελος Κολέμπας στον «Π.Λ.», αυτός είναι ο κύριος τομέας ο οποίος μπορεί να σώσει τη φτωχοποιημένη χώρα μας, να σταματήσει την φυγή των νέων και την εγκατάλειψη των χωριών, το κλείσιμο των σχολείων, των υπηρεσιών και τραπεζών, αλλά και των καφενείων, που είναι πολιτιστικά κέντρα συζητήσεων και ανταλλαγής απόψεων, λήψεως αποφάσεων, αλλά και χώροι διασκέδασης!
Παράπονα και αδικίες…
Διηγείται με έμφαση ο κ. Κολέμπας: «Επισκέφτηκα το χωριό μου αλλά και άλλα χωριά, άκουσα τα ίδια προβλήματα, παράπονα, αδικίες από αυτούς που αντέχουν ακόμα και διατηρούν τα καφενεία, γιατί στα περισσότερα χωριά έχουν κλείσει εξαιτίας της καταστροφικής πολιτικής της πολιτείας και του κράτους.
Για περισσότερο από ένα χρόνο ισχύει ότι κάθε νέος επαγγελματίας στο χωριό οφείλει να γράφει σε βιβλίο: Τρεις φορές την ημέρα την θερμοκρασία του ψυγείου. Την ημερομηνία και ώρα εισαγωγής στο ψυγείο των εμπορευμάτων.
Την ημερομηνία απεντόμωσης και μυοκτονίας. Και πέραν αυτών έχουν την απαράδεχτη και άδικη φορολογία, την υποχρεωτική χρησιμοποίηση μηχανήματος ηλεκτρονικών συναλλαγών -POS- το τέρας της γραφειοκρατίας, αλλά και λοιπών επιβαρύνσεων ων ουκ έστι τέλος»!
Ο ίδιος αναρωτιέται: «Τι θα εμπόδιζε στα χωριά να μπορεί να ανοίγει το καφενείο ένας νέος ή συνταξιούχος χωρίς αυτές τις φορολογικές και λοιπές επιβαρύνσεις, όταν θα έδινε μια μορφή ζωής σ’ αυτά; Παλαιότερα πλήρωναν εφάπαξ το χρόνο ένα μηδαμινό ποσό και ήταν σε κάθε χωριό ένα τουλάχιστον καφενείο ανοιχτό!
Είναι καλύτερα τώρα για τη χώρα μας η ερημοποίηση; Θέλουμε και θα επιτρέψουμε, να χαθεί η ιστορία και ο πολιτισμός μας, τα ήθη και έθιμά μας, οι γιορτές και τα πανηγύρια και γενικά ό,τι συνδέεται με κάθε χωριό και περιφέρεια της πατρίδας μας;».
Ζητείται πρωτοβουλία
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Σύμφωνα με τον γνωστό οικονομολόγο, κάποιος πολιτικός να αναλάβει πρωτοβουλία για να υπάρξει επιστροφή των νέων στα χωριά μας, στον πρωτογενή τομέα και να σταματήσει έτσι η καταστροφική πορεία της ερημοποίησης της υπαίθρου.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «κίνητρα και βοήθεια θέλουν οι νέοι για να επιστρέψουν.
Κίνητρα φορολογικά, γιατί όχι απαλλαγή από φόρο εισοδήματος για 10 χρόνια; Γιατί τα μηχανήματα όλων των περιφερειών που κάθονται και σκουριάζουν όλο σχεδόν το χρόνο -εκτός από τις μέρες που έχει χιόνι- δεν καθαρίζουν τις καλλιεργούμενες πριν από χρόνια εκτάσεις που έγιναν τώρα δάση και να τις παραχωρήσουν για 20 χρόνια με ένα ευρώ τίμημα;».
Κλείνοντας, ο Άγγελος Κολέμπας φέρνει ως παράδειγμα τον Αμερικανό πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούσβελτ. Όπως λέει χαρακτηριστικά, εκείνος «έσωσε την Αμερική, βάζοντας τον κόσμο να δουλεύει να σκάβει τα βουνά, να κάνει φράγματα και να δουλεύει, να μην είναι άνεργος. Εμείς τι κάναμε τα δέκα τελευταία χρόνια της φτωχοποίησής μας;».
ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ