Η απόφαση της Περιφέρειας Ηπείρου να εγκρίνει πίστωση 65.720 ευρώ για την επέκταση του χώρου στάθμευσης στο Ανήλιο παρουσιάστηκε ως μια ακόμη «αναγκαία» παρέμβαση υποδομής. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για μια επιλογή που δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί χωρίς να γεννά εύλογα ερωτήματα για το ποιος τελικά ωφελείται από τη διάθεση δημόσιου χρήματος.
Τυπικά, το πάρκινγκ ανήκει στο Δημόσιο. Ουσιαστικά, όμως, εξυπηρετεί ένα χιονοδρομικό κέντρο που έχει παραχωρηθεί σε ιδιώτη για εκμετάλλευση, υπό την εποπτεία του Δήμου Μετσόβου. Η Περιφέρεια αναλαμβάνει το κόστος, ο ιδιώτης απολαμβάνει τη διευκόλυνση και η τοπική κοινωνία καλείται να δεχθεί ότι αυτή η σχέση αποτελεί «αναπτυξιακή πολιτική». Με βαμβάκι, χωρίς φωνές, αλλά με πολλά κενά στη λογική.
Δεν είναι τυχαίο ότι η συγκεκριμένη έγκριση προκάλεσε συζήτηση στην Περιφερειακή Επιτροπή. Ο επικεφαλής της παράταξης «Κοινό των Ηπειρωτών», Γιάννης Στέφος, έθεσε ένα ζήτημα που αποφεύγεται συστηματικά: πόσες φορές ακόμα θα στηρίζεται η ίδια επιχείρηση με δημόσιους πόρους και με ποια ανταποδοτικότητα; Η αναφορά του στην ανάγκη διαρκούς παρακολούθησης και ελέγχου της χρήσης των κονδυλίων δεν ήταν υπερβολή, αλλά στοιχειώδης υποχρέωση σε μια περίοδο που κάθε ευρώ έχει σημασία.
Η Περιφέρεια, από την πλευρά της, επιμένει ότι η επέκταση του χώρου στάθμευσης είναι κρίσιμη για τη λειτουργικότητα του χιονοδρομικού και ότι αποτελεί δική της ευθύνη να εξασφαλίζει τις αναγκαίες πιστώσεις. Ωστόσο, αυτή η επιχειρηματολογία μοιάζει ολοένα και περισσότερο με βολικό άλλοθι. Όταν δημόσιοι πόροι κατευθύνονται επανειλημμένα σε υποδομές που ενισχύουν συγκεκριμένη ιδιωτική δραστηριότητα, τότε το ζήτημα παύει να είναι τεχνικό και γίνεται βαθιά πολιτικό.
Σε μια Ήπειρο που αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υποχρηματοδότησης σε κρίσιμους τομείς, η επιλογή να δίνονται δεκάδες χιλιάδες ευρώ για έργα που εξυπηρετούν έμμεσα ιδιώτες δεν μπορεί να περνά απαρατήρητη. Χωρίς κραυγές και χωρίς εύκολες καταγγελίες, αλλά με καθαρή ματιά, το ερώτημα παραμένει: ποια είναι τα όρια ανάμεσα στην αναπτυξιακή στήριξη και στη συστηματική διευκόλυνση; Και κυρίως, ποιος τελικά λογοδοτεί όταν το δημόσιο χρήμα γίνεται εργαλείο «σιωπηλής» εξυπηρέτησης;

