Σε μια κοινωνία, που όλο και περισσότερο ξεθωριάζει ηθικά, τα ήθη και τα έθιμα των Χριστουγέννων τα παλαιά χρόνια, είναι ένα ζητούμενο και όχι μόνο μια νοσταλγία, είτε γι’ αυτούς, που τα έζησαν, είτε για όσους τα άκουσαν και τα διάβασαν.
Στις Χριστουγεννιάτικες εορτές, δεν διασκέδαζαν μόνο οι άνθρωποι, αλλά γνώριζαν καλύτερα τον γεννηθέντα Χριστό. Και τον αγαπούσαν. Και βίωναν τη διδασκαλία του…
Περί καλικαντζαραίων…
Ιδιαίτερα διαδεδομένες στην Ήπειρο είναι οι δοξασίες περί καλικαντζαραίων, που κατά την παράδοση εμφανίζονται από τα Χριστούγεννα και φεύγουν τα Θεοφάνια με τον Αγιασμό. Δηλαδή τα σατανικά πνεύματα διώχνονται από το φως του Χριστού.
Οι δοξασίες αυτές παραλήφθηκαν από την ειδωλολατρία και δεν είναι τυχαίο ότι αναπτύχθηκαν στην Ήπειρο.
Στην αρχαία Θεσπρωτία η αντίληψη περί καλικαντζαραίων συνδυαζόταν και με το νεκρομαντείο της Εφύρας, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος πίστευε, ότι οι ψυχές των πεθαμένων ξαναγύριζαν για ένα διάστημα στη γη και έμεναν κοντά στους ζωντανούς, όπου προσπαθώντας να ξεφαντώσουν γίνονταν ενοχλητικοί µε τα πειράγματά τους.
Η Τουρκοκρατία συνέβαλε να ενισχυθεί και να συνεχιστεί η πίστη σ΄ αυτά τα όντα. Η τυφλή υποταγή των ανθρώπων στη δεισιδαιμονία, βοήθησε να φτάσει ο μύθος των καλικάντζαρων ως τις μέρες µας.
Με βάση τη λαϊκή φαντασία, ο καλικάντζαρος κατά τόπους εμφανίζεται µε ανθρώπινη μορφή, τριχωτό δέρμα, άλλοτε τυφλός, άλλοτε μονόφθαλμος, κουτσοπόδαρος, τραγοπόδαρος, ψηλός, λιγνός µε σιδερένια παπούτσια, ξεπλατισμένος, κωμικός πάντα στην εμφάνιση και στην περπατησιά.
Ποτέ δεν κόβει τα νύχια του και είναι πάντα άσχημος. Πιστευόταν ότι όποιος γεννηθεί μεταξύ Χριστουγέννων και Αγίου Βασιλείου, μετά το θάνατό του γίνονταν καλικάντζαρος! Οι καλικάντζαροι εμφανίζονται στις γιορτές.
Συμβολίζουν το σκοτάδι και ζουν όλο το χρόνο στα έγκατα της γης, προσπαθώντας να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Όταν είναι πολύ κοντά να το πετύχουν, την παραμονή των Χριστουγέννων ανεβαίνουν στη γη δημιουργώντας προβλήματα στους ανθρώπους.
Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να τους εξουδετερώσουν με διάφορους τρόπους και κυριότερα με τη φωτιά, η οποία έκαιγε συνεχώς στο τζάκι όλο το Δωδεκαήμερο. Με τη στάχτη του ράντιζαν το σπίτι ξημερώματα παραμονής Θεοφανείων και ανήμερα της εορτής με αγιασμό, και έτσι τα δαιμόνια τρέποντα σε φυγή.
Το «Χριστόψωμο»
Ένα από τα πολλά έθιμα των Χριστουγέννων στην Ήπειρο ήταν το ψήσιμο του «Χριστόψωμου». Ήταν μια κουλούρα με πλούσιο στολισμό από λογής-λογής κεντήματα (κεντίδια) ή «πλουμίδια». Αυτά τα στολίδια, όπως αλέτρι, βόδια κ.λπ., είχαν κυρίως να κάνουν με την αγροτική ζωή, φύλλα αμπέλου και ελιάς, θημωνιές από ξύλα κ.λπ. Το «Χριστόψωμο», το αφιέρωνε η οικογένεια με ευλάβεια και με την προσδοκία ότι ο Χριστός θα κάνει πραγματικότητα τις επιθυμίες της.
Οι τηγανίτες
«Οι τηγανίτες των Χριστουγέννων, που σήμερα γίνονται καμία σχέση δεν έχουν σε γεύση με τις τηγανίτες, που ψήνονταν στην πλάκα», λένε οι γεροντότεροι. Πάνω στη μαυρόπλακα, μια βαριά ίσια πέτρινη πλάκα, που πριν χρησιμοποιηθεί ζεσταινόταν, η γιαγιά του σπιτιού συνήθως, έψηνε τις τηγανίτες με χυλό από αλεύρι, νερό και αλάτι.
Τα παιδιά περίμεναν όλο χαρά τις τηγανίτες να τις φάνε ζεστές, τρυφερές, βουτηγμένες σε ζάχαρη, μέλι, πετιμέζι, ό,τι είχε το σπίτι τους. Μπορεί να μην απολάμβαναν τότε ότι απολαμβάνουμε εμείς σήμερα, ωστόσο ένιωθαν ομορφιά, αγαλλίαση και ειρήνη. Περνούσαν αγνά τα Χριστούγεννα και τα καταλάβαιναν.
Γι’ αυτό οι μνήμες έμεναν βαθιά χαραγμένες στην καρδιά. Είχαν γιορτή! Ήταν Χριστούγεννα. Όλοι μαζί, στην εστία του σπιτιού, δημιουργούσαν κάτι από τα απλά υλικά που είχαν.
Το «αμίλητο νερό»
Το «αμίλητο νερό» και το «αναμμένο πουρνάρι» είναι άλλα δύο έθιμα, που συναντά κανείς στην Ήπειρο. Το πρωί των Χριστουγέννων, οι γυναίκες πριν ξημερώσει, πηγαίναν τη βρύση και έπαιρναν νερό, λέγοντας: «Όπως τρέχει το νερό στη βρυσούλα μου, έτσι να τρέχει και η σοδιά μου». Το «αμίλητο νερό», όπως το έλεγαν, πήρε την ονομασία του επειδή απαγορευόταν κατά τη διαδρομή να μιλήσουν με κάποιον. Από αυτό το νερό έπιναν όλοι στο σπίτι για το καλό.
Η γυναίκα έπαιρνε μαζί της διάφορα εδέσματα για να «ταΐσει τη βρύση», όπως έλεγαν. Στην πραγματικότητα το έκαναν για να απολαύσει τα Χριστουγεννιάτικα φαγητά κανένας φτωχός συγχωριανός.
Εξάλλου στη διάρκεια των Χριστουγέννων, σε πολλά χωριά της Άρτας, όταν κάποιος επισκεπτόταν τα αγαπημένα του πρόσωπα κρατούσε ένα κλαρί από πουρνάρι, το οποίο άναβε στο δρόμο.
Το έθιμο συμβόλιζε του βοσκούς, οι οποίοι το βράδυ της Γέννησης του Ιησού, πήγαν να προσκυνήσουν το Θείο Βρέφος και για να φωτίσουν το δρόμο τους, έκοψαν κλαδιά και τα άναψαν.
ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ