Το πρόβλημα με τα αγριογούρουνα στη Θεσπρωτία έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις, καθώς οι πληθυσμοί τους αυξάνονται ραγδαία, προκαλώντας ζημιές στις καλλιέργειες, ατυχήματα και αναστάτωση στις τοπικές κοινωνίες.
Τα ζώα κυκλοφορούν ανενόχλητα σε δρόμους και πλατείες χωριών, εισβάλλουν σε αυλές σπιτιών, ακόμα και σε παραθαλάσσιες περιοχές, ενώ αναζητούν τροφή σε κάδους απορριμμάτων. Παράλληλα, καταστρέφουν αγροτικές εκτάσεις, με τους παραγωγούς να αναζητούν τρόπους προστασίας των χωραφιών τους.
Μερικοί αγρότες έχουν καταφύγει στη χρήση τεχνητών κανονιών, που εκπέμπουν ήχους όπλου για να τρομάξουν τα ζώα, όμως οι αγριόχοιροι έχουν συνηθίσει τον θόρυβο και δεν απομακρύνονται. Οι ειδικοί προτείνουν ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα ως πιο αποτελεσματική λύση.
Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί λόγω της διασταύρωσης άγριων και ήμερων χοίρων, δημιουργώντας υβρίδια που είναι πιο ανθεκτικά και προσαρμοστικά στο ανθρώπινο περιβάλλον. Αυτή η εξέλιξη νοθεύει τη φυσική βιοποικιλότητα, οδηγώντας σε περισσότερες επελάσεις των ζώων σε κατοικημένες περιοχές.
Οι κυνηγοί παρατηρούν ότι τα νέα υβρίδια διαφέρουν από τα παραδοσιακά αγριογούρουνα, τόσο εξωτερικά όσο και ως προς το κρέας τους. Χαρακτηριστικά όπως στριφογυριστή ουρά, πεσμένα αυτιά, ανοιχτόχρωμα άκρα και αδύναμο τρίχωμα είναι ενδείξεις της γενετικής αλλοίωσης.
Η μεθοδική θήρευση θεωρείται η αποτελεσματικότερη λύση για τον έλεγχο του πληθυσμού των αγριόχοιρων, ενώ η πολιτεία καλείται να λάβει επιπρόσθετα μέτρα για την απομάκρυνσή τους από τον περιαστικό ιστό και τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Παρά τη νομοθεσία του 2022, που προβλέπει τη συγκρότηση συνεργείων δίωξης σε περιοχές όπως η Ήπειρος, Δυτική Μακεδονία και Μακεδονία – Θράκη, η εφαρμογή του μέτρου παραμένει ανεπαρκής, καθώς δεν έχουν δημιουργηθεί τα απαραίτητα συνεργεία.