Ένα καινοτόμο σύστημα μηχανικής μάθησης, σχεδιασμένο να ανιχνεύει την παρουσία ενός επικίνδυνου μύκητα που απειλεί τα πλατάνια της Ελλάδας, αναπτύχθηκε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ο μύκητας αυτός έχει τη δυνατότητα να νεκρώσει ολόκληρες συστάδες υπεραιωνόβιων δέντρων, ιδίως σε περιοχές κοντά σε ποτάμια, με σοβαρές επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον.
Το πρωτοποριακό σύστημα βασίζεται σε έναν εξελιγμένο αλγόριθμο, ο οποίος χρησιμοποιεί δορυφορικές εικόνες και γεωγραφικά δεδομένα από υγιή και μολυσμένα πλατάνια. Μέσω της εκπαίδευσής του, το μοντέλο μπορεί να εντοπίσει δέντρα που έχουν προσβληθεί, ανιχνεύοντας συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που μεταβάλλονται λόγω της ασθένειας. Μελλοντικά, η τεχνολογία αυτή μπορεί να εφαρμοστεί σε ευρύτερες περιοχές, διευκολύνοντας τη χαρτογράφηση και την παρακολούθηση της εξάπλωσης του μύκητα σε εθνικό επίπεδο.
Η αφετηρία της έρευνας
Η έμπνευση για την ανάπτυξη του συστήματος προήλθε από τον Μάρκο Διαμαντόπουλο, απόφοιτο της Σχολής Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών και Μηχανικών Γεωπληροφορικής. Παρατηρώντας τη δραματική εξάπλωση της ασθένειας στον Αχέροντα και τη λίμνη των Ιωαννίνων, συνειδητοποίησε ότι ο μύκητας είχε καταστρέψει σχεδόν όλα τα πλατάνια σε ορισμένες περιοχές, όπως οι Μύλοι του Σουλίου, μεταμορφώνοντας το τοπίο.
Σε συνεργασία με τους καθηγητές του, Μαρία Παπαδοπούλου και Κωνσταντίνο Καράντζαλο, και με τη στήριξη του Ινστιτούτου Μεσογειακών και Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ Δήμητρα, συλλέχθηκαν δεδομένα από προσβεβλημένα δέντρα στην περιοχή της Σπερχειάδας. Τα δεδομένα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία του αλγορίθμου, ο οποίος μπορεί να εντοπίζει πιθανές εστίες μόλυνσης με ακρίβεια.
Ο μύκητας και οι επιπτώσεις του
Ο μύκητας Ceratocystis platani, που προκαλεί το μεταχρωματικό έλκος των πλατάνων, εμφανίστηκε στην Ευρώπη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσω μολυσμένων ξύλινων κιβωτίων από τις ΗΠΑ. Στην Ελλάδα, πρωτοεντοπίστηκε το 2003 στην Πελοπόννησο και στη συνέχεια εξαπλώθηκε σε πολλές περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδας.
Ο μύκητας μεταδίδεται μέσω της υλοτομίας, των εργαλείων κοπής, των χωματουργικών εργασιών και της φυσικής επαφής των ριζών των δέντρων. Αν εντοπιστεί στα πρώτα στάδια, μπορεί να αντιμετωπιστεί, αλλά αν εξαπλωθεί στον κορμό, το δέντρο είναι καταδικασμένο.
Η σημασία της έγκαιρης αντιμετώπισης
Το νέο μοντέλο μηχανικής μάθησης μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο εργαλείο στην πρόληψη της εξάπλωσης του μύκητα. Όπως αναφέρει ο δρ. Βασίλης Ανδρώνης, ειδικός στην τηλεπισκόπηση, το σύστημα χρησιμοποιεί στατιστικές μεθόδους για να εντοπίζει ύποπτα δείγματα, προσφέροντας ένα χρήσιμο εργαλείο για τους επιστήμονες και τις αρμόδιες αρχές.
Παράλληλα, η νομοθεσία προβλέπει αυστηρούς ελέγχους πριν από οποιαδήποτε επέμβαση σε περιοχές με πλατάνια, ώστε να αποφευχθεί η εξάπλωση της μόλυνσης. Η απολύμανση των εργαλείων και των μηχανημάτων είναι απαραίτητη, ενώ σε περιπτώσεις εκτεταμένης μόλυνσης επιβάλλεται η εκρίζωση και καταστροφή των μολυσμένων δέντρων, προκειμένου να περιοριστεί ο κίνδυνος μετάδοσης.
Το έργο αυτό δείχνει πώς η τεχνολογία μπορεί να συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος, προσφέροντας πρακτικές λύσεις για τη διατήρηση ενός από τα πιο εμβληματικά δέντρα της Ελλάδας.