Καθοριστικής σημασίας συμφωνία επιτεύχθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Χάγη.
Οι σύμμαχοι κατέληξαν σε συμφωνία για σημαντική ενίσχυση των αμυντικών τους δαπανών, δεσμευόμενοι να αυξήσουν τις σχετικές επενδύσεις στο 5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) έως το 2035. Η απόφαση αυτή συνιστά ριζική μεταβολή της μέχρι πρότινος στόχευσης για επενδύσεις στο 2% του ΑΕΠ και συνεπάγεται δεκάδες ή και εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε επιπλέον ετήσιες δαπάνες για την άμυνα των χωρών-μελών.
Η συγκεκριμένη εξέλιξη αντανακλά όχι μόνο την επιρροή της ρητορικής του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ —ο οποίος έχει δηλώσει ξεκάθαρα ότι η Ευρώπη θα πρέπει να αναλάβει πλέον πρωτοβουλίες για την ίδια της την ασφάλεια χωρίς να εξαρτάται από την Ουάσιγκτον— αλλά και τις αυξανόμενες ανησυχίες των Ευρωπαίων ηγετών απέναντι στη γεωπολιτική απειλή που θέτει η Ρωσία.
ΝΑΤΟ: «Λευκός καπνός» στη Σύνοδο κορυφής – Αύξηση δαπανών στο 5% έως το 2035 – Τι θα γίνει με Ρωσία και Ουκρανία
Η επιλογή της Χάγης για τη διεξαγωγή της συνόδου και ο περιορισμένος της χαρακτήρας κρίθηκε απαραίτητος ώστε να αποφευχθούν εντάσεις και ανεπιθύμητες αντιπαραθέσεις, δεδομένων των ευαίσθητων ισορροπιών που διαμορφώνονται στο εσωτερικό της Συμμαχίας.
Κύρια σημεία της συμφωνίας:
-
Επαναβεβαίωση της δέσμευσης στο Άρθρο 5 της Συνθήκης του ΝΑΤΟ, που προβλέπει την αμοιβαία συνδρομή σε περίπτωση επίθεσης κατά ενός κράτους-μέλους.
-
Αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035, με στόχο την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων των μελών και την προσαρμογή στις νέες προκλήσεις ασφάλειας.
-
Από το σύνολο των δαπανών, τουλάχιστον το 3,5% του ΑΕΠ θα διατεθεί για βασικές αμυντικές ανάγκες, όπως η συντήρηση και ο εκσυγχρονισμός στρατιωτικών μέσων και υποδομών.
-
Έως το 1,5% του ΑΕΠ θα προβλέπεται ετησίως για την ενίσχυση κρίσιμων υποδομών, την αύξηση της ανθεκτικότητας των κρατών και τη στήριξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Η συμφωνία στέλνει σαφές μήνυμα αποτροπής προς τη Ρωσία, υποδηλώνοντας ότι η Συμμαχία παραμένει ενωμένη και προσηλωμένη στην αρχή της συλλογικής άμυνας, ακόμα και σε μια εποχή κατά την οποία η παρουσία και η δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στη διατλαντική ασφάλεια τίθενται εν αμφιβόλω.